Oxford Spanish Dictionary
remunerative [αμερικ rəˈmjun(ə)rədɪv, rəˈmjunəˌreɪdɪv, βρετ rɪˈmjuːn(ə)rətɪv] ΕΠΊΘ τυπικ
- remunerative
-
- remunerative
-
-
- remunerative τυπικ
στο λεξικό PONS
- remunerativo (-a)
- remunerative
- oneroso (-a)
- remunerative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.