I. postmodernist [αμερικ ˌpoʊs(t)ˈmɑdərnɪst, βρετ ˌpəʊstˈmɒdənɪst] ΕΠΊΘ
- postmodernist
-
II. postmodernist [αμερικ ˌpoʊs(t)ˈmɑdərnɪst, βρετ ˌpəʊstˈmɒdənɪst] ΟΥΣ
- postmodernist
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.