I. orthorexic [αμερικ ˌɔrθəˈrɛksɪk, βρετ ˌɔːθəˈrɛksɪk] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
- orthorexic
-
II. orthorexic [αμερικ ˌɔrθəˈrɛksɪk, βρετ ˌɔːθəˈrɛksɪk] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
- orthorexic
-
- ortoréxico (ortoréxica)
- orthorexic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.