Oxford Spanish Dictionary
noun [αμερικ naʊn, βρετ naʊn] ΟΥΣ
-
- sustantivo αρσ
uncountable noun ΟΥΣ
count noun ΟΥΣ
noun clause ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
collective noun ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
στο λεξικό PONS
collective noun ΟΥΣ
uncountable noun [ʌnˈkaʊntəbl naʊn, αμερικ ʌnˈkaʊnt̬əbl naʊn] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
collective noun ΟΥΣ
uncountable noun [ʌn·ˈkaʊn·tə·bəl·naʊn] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.