merrily [αμερικ ˈmɛrəli, βρετ ˈmɛrɪli] ΕΠΊΡΡ
1. merrily (joyfully):
- merrily laugh/sing/dance
-
2. merrily (unconcernedly):
- merrily
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.