Oxford Spanish Dictionary
libelous, libellous βρετ [αμερικ ˈlaɪbələs, βρετ ˈlʌɪb(ə)ləs] ΕΠΊΘ
1. libelous ΝΟΜ:
- libelous article/remark
-
2. libelous (insulting):
- libelous accusation/charge
-
- libelous accusation/charge
-
-
- libelous αμερικ
-
- libelous
-
- libelous αμερικ
-
- libelous αμερικ
στο λεξικό PONS
libellous ΕΠΊΘ, libelous [ˈlaɪbələs] ΕΠΊΘ αμερικ ΝΟΜ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
-
- libelous αμερικ
libelous [ˈlaɪ·bə·ləs] ΕΠΊΘ ΝΟΜ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
- libelous
- difamatorio, -a
-
- libelous
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.