Oxford Spanish Dictionary
infidelity <pl infidelities> [αμερικ ˌɪnfəˈdɛlədi, βρετ ɪnfɪˈdɛlɪti] ΟΥΣ U or C
1. infidelity (adultery):
- infidelity
- infidelidad θηλ
2. infidelity (disloyalty):
- infidelity
- deslealtad θηλ
- infidelity to sth/sb
-
-
- infidelity
-
- marital infidelity
στο λεξικό PONS
-
- infidelity
-
- infidelity
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.