Oxford Spanish Dictionary
incisive [αμερικ ɪnˈsaɪsɪv, βρετ ɪnˈsʌɪsɪv] ΕΠΊΘ
- incisive person/mind
-
- incisive person/mind
-
- incisive remark
-
- incisive remark
-
- incisive voice
-
στο λεξικό PONS
incisive [ɪnˈsaɪsɪv] ΕΠΊΘ
1. incisive:
- incisive (penetrating)
-
-
- incisive
incisive [ɪn·ˈsaɪ·sɪv] ΕΠΊΘ
1. incisive:
- incisive (penetrating)
-
-
- incisive
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.