Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 incisive [βρετ ɪnˈsʌɪsɪv, αμερικ ɪnˈsaɪsɪv] ΕΠΊΘ (keen, decisive)
-  incisive remark
-  
-  incisive criticism, mind
-  
-  incisive manner, presentation
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 -  mordant(e)
-  incisive
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
