Oxford Spanish Dictionary
immobile [αμερικ ɪ(m)ˈmoʊbəl, βρετ ɪˈməʊbʌɪl] ΕΠΊΘ
1. immobile (motionless):
- immobile
-
2. immobile (unable to walk):
- immobile
-
στο λεξικό PONS
immobile [ɪˈməʊbaɪl, αμερικ -ˈmoʊbl] ΕΠΊΘ
1. immobile (not moving):
- immobile
-
2. immobile (rigid):
- immobile
- entumecido, -a
-
- immobile
immobile [ɪ·ˈmoʊ·bəl] ΕΠΊΘ
1. immobile (not moving):
- immobile
-
2. immobile (rigid):
- immobile
- entumecido, -a
-
- immobile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.