Oxford Spanish Dictionary
I. firstborn [αμερικ ˈfərs(t)bɔrn, βρετ ˈfəːstbɔːn] ΕΠΊΘ τυπικ προσδιορ
firstborn child/son/daughter:
- firstborn
-
II. firstborn <pl firstborn> [αμερικ ˈfərs(t)bɔrn, βρετ ˈfəːstbɔːn] ΟΥΣ τυπικ
- firstborn
-
- primogénito (primogénita)
- firstborn προσδιορ λογοτεχνικό
- primogénito (primogénita)
- firstborn λογοτεχνικό
- primogénito (primogénita)
- firstborn child
στο λεξικό PONS
I. first-born [ˈfɜ:stbɔ:n, αμερικ ˈfɜ:rstbɔr:n] ΕΠΊΘ
II. first-born [ˈfɜ:stbɔ:n, αμερικ ˈfɜ:rstbɔr:n] ΟΥΣ
- primogénito (-a)
-
I. firstborn [ˈfɜrst·ˌbɔrn] ΕΠΊΘ
- firstborn
- primogénito, -a
II. firstborn [ˈfɜrst·ˌbɔrn] ΟΥΣ
- firstborn
-
- primogénito (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.