I. erstwhile [αμερικ ˈərstˌ(h)waɪl, βρετ ˈəːstwʌɪl] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό προσδιορ
erstwhile companions/foe:
- erstwhile
-
II. erstwhile [αμερικ ˈərstˌ(h)waɪl, βρετ ˈəːstwʌɪl] ΕΠΊΡΡ λογοτεχνικό
- erstwhile
- otrora λογοτεχνικό
- erstwhile
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.