Oxford Spanish Dictionary
ellipsis <pl ellipses [-siːz]> [αμερικ əˈlɪpsɪs, βρετ ɪˈlɪpsɪs] ΟΥΣ
1. ellipsis U or C ΓΛΩΣΣ (omission):
- ellipsis
- elipsis θηλ
2. ellipsis C (in punctuation):
- ellipsis
-
-
- ellipsis
-
- ellipsis ειδικ ορολ
στο λεξικό PONS
-
- ellipsis
-
- ellipsis
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.