Oxford Spanish Dictionary
elemental [αμερικ ˌɛləˈmɛn(t)l, βρετ ˌɛlɪˈmɛnt(ə)l] ΕΠΊΘ usu προσδιορ
1. elemental (violent, primitive):
- elemental forces
-
- elemental feelings/fears
-
2. elemental ΧΗΜ:
- elemental
- elemental
στο λεξικό PONS
elemental [ˌelɪˈmentl, αμερικ -əˈment̬l] ΕΠΊΘ
elemental [ˌel·ə·ˈmen·təl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.