Oxford Spanish Dictionary
dissuasive [αμερικ dəˈsweɪsɪv, βρετ dɪˈsweɪsɪv, dɪˈsweɪzɪv] ΕΠΊΘ
- dissuasive
-
- dissuasive
-
- disuasorio (disuasoria)
- dissuasive
στο λεξικό PONS
- disuasivo (-a)
- dissuasive
- disuasivo (-a)
- dissuasive
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.