denier1 [αμερικ dəˈnaɪər, βρετ dɪˈnʌɪə] ΟΥΣ (of climate change, the Holocaust)
- denier
- negacionista αρσ θηλ
- denier
- denier
-
- denier
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.