Oxford Spanish Dictionary
demonic [αμερικ diˈmɑnɪk, βρετ dɪˈmɒnɪk] ΕΠΊΘ
1. demonic possession/powers/force:
- demonic
-
2. demonic → demoniacal
demoniacal [αμερικ ˌdiməˈnaɪək(ə)l, βρετ ˌdiːməˈnʌɪək(ə)l] ΕΠΊΘ
- tales of demonic possession
-
- demoníaco (demoníaca)
- demonic
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.