Oxford Spanish Dictionary
- biological warfare/weapons
-
biological [αμερικ ˌbaɪəˈlɑdʒək(ə)l, βρετ bʌɪə(ʊ)ˈlɒdʒɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
1. biological:
2. biological (natural):
- biological parent
-
weapon [αμερικ ˈwɛpən, βρετ ˈwɛp(ə)n] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
biological weapons ΟΥΣ
biological [ˌbaɪ·ə·ˈladʒ·ɪ·kəl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.