Oxford Spanish Dictionary
behavioral, behavioural βρετ [αμερικ bəˈheɪvjərəl, βρετ bɪˈheɪvjər(ə)l] ΕΠΊΘ
behavioral problems/changes:
στο λεξικό PONS
behavioral ΕΠΊΘ αμερικ, αυστραλ, behavioural ΕΠΊΘ αυστραλ, βρετ
behavioral ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.