I. anal-retentive [αμερικ ˈeɪnlriˈtɛn(t)ɪv, βρετ ˌeɪnəlrəˈtɛntɪv] ΕΠΊΘ
II. anal-retentive [αμερικ ˈeɪnlriˈtɛn(t)ɪv, βρετ ˌeɪnəlrəˈtɛntɪv] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.