Oxford Spanish Dictionary
adapter, adaptor [αμερικ əˈdæptər, βρετ əˈdaptə] ΟΥΣ
1. adapter ΗΛΕΚ (plug):
2. adapter (connecting device) ΤΕΧΝΟΛ:
- adapter
- adaptador αρσ
στο λεξικό PONS
-
- adapter
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.