adamantine [αμερικ ˌædəˈmænˌtin, ˌædəˈmænˌtaɪn, βρετ ˌadəˈmantʌɪn] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- adamantine rock
-
- adamantine rock
-
- adamantine will/resolve
-
- adamantine will/resolve
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- acutely
- acuteness
- acute ward
- A D
- ad
- adamantine
- adamantly
- adapt
- adaptability
- adaptable
- adaptation