

abysmally [αμερικ əˈbɪzməli, βρετ əˈbɪzməli] ΕΠΊΡΡ
- abysmally perform/fail
-
- abysmally dreary/unhappy
-
- abysmally dreary/unhappy
-


-
- abysmally
-
- abysmally
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.