Oxford Spanish Dictionary
commissioner [αμερικ kəˈmɪʃ(ə)nər, βρετ kəˈmɪʃ(ə)nə] ΟΥΣ
1. commissioner (commission member):
2. commissioner (of police):
- commissioner βρετ
-
3. commissioner αμερικ ΑΘΛ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- etymological
- etymologist
- etymology
- EU
- eucalyptus
- EU Commissioner
- eugenic
- eugenics
- eulogist
- eulogistic
- eulogize