I. Aussie [αμερικ ˈɔsi, ˈɔzi, βρετ ˈɒzi, ˈɒsi] ΟΥΣ οικ
1. Aussie (Australian):
-  Aussie βρετ
-  
2. Aussie (Australia):
-  Aussie αυστραλ
-  Australia θηλ
II. Aussie [αμερικ ˈɔsi, ˈɔzi, βρετ ˈɒzi, ˈɒsi] ΕΠΊΘ οικ
-  Aussie
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
