I. wan·na·be(e) [ˈwɒnəbi, αμερικ ˈwɑ:n-] ΕΠΊΘ προσδιορ esp αμερικ μειωτ οικ
II. wan·na·be(e) [ˈwɒnəbi, αμερικ ˈwɑ:n-] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- wanderings
- wanderlust
- wander off
- wane
- wangle
- wannabe wannabee
- want
- want ad
- wantage
- wanted
- wanting