un·seed·ed [ʌnˈsi:dɪd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. unseeded ΤΈΝΙς, ΑΘΛ (not seeded):
2. unseeded ΚΗΠ (not planted with seed):
- unseeded
-
-
- unseeded
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.