I. un·fur·nished [ʌnˈfɜ:nɪʃt, αμερικ -ˈfɜ:r-] ΕΠΊΘ
- unfurnished
-
-
- etw unmöbliert mieten
II. un·fur·nished [ʌnˈfɜ:nɪʃt, αμερικ -ˈfɜ:r-] ΟΥΣ βρετ οικ
- unfurnished
-
-
- unfurnished
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- etw unmöbliert mieten