στο λεξικό PONS
un·geared [ʌnˈgɪəd, αμερικ -ˈgɪrd] ΕΠΊΘ
1. ungeared ΤΕΧΝΟΛ:
- ungeared
-
2. ungeared βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- ungeared account
-
- ungeared company
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ungeared ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- ungeared
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.