στο λεξικό PONS
ˈunder·pass <pl -es> ΟΥΣ
- underpass
- Unterführung θηλ
- Straßenunterführung für Fahrzeuge
- underpass
- Straßenunterführung für Fußgänger
- underpass bes. αμερικ
-
- underpass
-
- underpass
-
- railway underpass
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
underpass ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.