un·cut [ʌnˈkʌt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. uncut (not cut):
- uncut
-
- uncut book
-
- uncut drugs
-
2. uncut (not shortened):
- uncut
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.