pre·de·ter·min·er [ˌpri:dɪˈtɜ:mɪnəʳ, αμερικ -ˈtɜ:rmənɚ] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- predeterminer
- Predeterminer αρσ ειδικ ορολ (grammatikalischer Oberbegriff für Vervielfältigungszahlwörter wie z. B. doppelt, zwei-, dreifach usw., indefinite Zahladjektive und Indefinitpronomen)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.