στο λεξικό PONS
ˈlife-threat·en·ing ΕΠΊΘ
life-threatening disease, illness:
le·bens·be·dro·hend ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. le·bens·ge·fähr·lich ΕΠΊΘ
II. le·bens·ge·fähr·lich ΕΠΊΡΡ
1. lebensgefährlich (in das Leben bedrohender Weise):
2. lebensgefährlich οικ (sehr gefährlich):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
life-threatening ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.