gru·el·ing ΕΠΊΘ αμερικ
grueling → gruelling
gru·el·ling, αμερικ gru·el·ing [ˈgrʊəlɪŋ, αμερικ ˈgru:əl-] ΕΠΊΘ
gru·el·ling, αμερικ gru·el·ing [ˈgrʊəlɪŋ, αμερικ ˈgru:əl-] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.