στο λεξικό PONS
erec·tile [ɪˈrektaɪl, αμερικ -təl] ΕΠΊΘ ΑΝΑΤ
tis·sue [ˈtɪʃu:, -sju:, αμερικ ˈtɪʃu:] ΟΥΣ
1. tissue (for wrapping):
2. tissue (for wiping noses):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- erase character
- eraser
- erasure
- erbium
- ERDF
- erectile tissue
- erection
- erect stem
- ereyesterday
- erg
- ergativity