στο λεξικό PONS
ac·tu·ary [ˈæktʃuəri] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- actuary
-
- actuary
-
con·sult·ing ˈac·tu·ary ΟΥΣ
- consulting actuary
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
actuary ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- actuary
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.