στο λεξικό PONS
Vor·läu·fer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Vorläufer(in)
-
- Vorläufer(in)
-
-
- Vorläufer αρσ <-s, ->
-
- Vorläufer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Vorläufer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Vorläufer(in) αρσ (θηλ) <-s, -> +γεν
-
- Vorläufer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Vorläufer αρσ <-s, ->
-
- Vorläufer αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Vorläufer
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.