στο λεξικό PONS
Sey·chelles [seɪˈʃelz] ΟΥΣ
-
- die Seychellen pl
Sey·chel·lois [ˌseɪʃelˈwɑ:] ΟΥΣ
I. Hel·len·ic [heˈli:nɪk, αμερικ həˈlen-] ΟΥΣ no pl
-
- Hellenisch ουδ
-
- Griechisch ουδ
II. Hel·len·ic [heˈli:nɪk, αμερικ həˈlen-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.