Quechua [ˈkwetʃuə, αμερικ -uwɑ:] ΟΥΣ
1. Quechua (member of an indigenous South American people):
- Quechua
- Quechua αρσ o θηλ <-(s), -(s)>
2. Quechua (South American language):
- Quechua
- Quechua ουδ <-(s)>
- Quechua
- Quechua
- das Quechua
- Quechua
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.