στο λεξικό PONS
ˈcapital-raising ΕΠΊΘ προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital-raising ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- eh
- EIB
- eider
- eiderdown
- eidetic
- Eigenkapitalrendite
- eigenvalue
- eight
- eight-day
- eighteen
- eighteenth