στο λεξικό PONS
CGT [ˌsi:ʤi:ˈti:] ΟΥΣ
CGT συντομογραφία: capital gains tax
- CGT
-
- CGT
-
capital gains tax ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
capi·tal ˈgains tax, CGT ΟΥΣ no pl
capi·tal ˈgains tax, CGT ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
CGT ΟΥΣ
CGT συντομογραφία: capital gains tax ΦΟΡΟΛ
- CGT
-
capi·tal ˈgains tax, CGT ΟΥΣ no pl
capital gains tax ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.