Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. wanton [βρετ ˈwɒntən, αμερικ ˈwɑnt(ə)n] ΟΥΣ παρωχ
- wanton
-
II. wanton [βρετ ˈwɒntən, αμερικ ˈwɑnt(ə)n] ΕΠΊΘ
2. wanton (playful) λογοτεχνικό:
- wanton breeze
-
3. wanton (immoral):
- wanton παρωχ
-
στο λεξικό PONS
wanton [ˈwɒntən, αμερικ ˈwɑ:ntn] ΕΠΊΘ
1. wanton τυπικ (mindless):
- wanton destruction, disregard, waste
-
2. wanton (behaving in sexual way):
- wanton
-
wanton [ˈwan·t ə n] ΕΠΊΘ
1. wanton τυπικ (mindless):
- wanton destruction, disregard, waste
-
2. wanton (behaving in sexual way):
- wanton
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.