Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
wantonly [βρετ ˈwɒntənli, αμερικ ˈwɑnt(ə)nli] ΕΠΊΡΡ
1. wantonly (gratuitously):
- wantonly attack, destroy, ignore
-
2. wantonly (playfully):
- wantonly λογοτεχνικό
-
3. wantonly (provocatively) παρωχ:
- wantonly act, pose, smile
-
στο λεξικό PONS
- gratuitement affirmer
- wantonly
- gratuitement affirmer
- wantonly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.