Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
undeniably [βρετ ʌndɪˈnʌɪəbli, αμερικ ˌəndəˈnaɪəbli] ΕΠΊΡΡ
1. undeniably:
- undeniably deserve, need
-
- undeniably superb, powerful, beautiful
-
2. undeniably sentence adv:
- undeniably
-
-
- undeniably, unquestionably
στο λεξικό PONS
undeniably ΕΠΊΡΡ
- undeniably
-
-
- undeniably
-
- undeniably
undeniably ΕΠΊΡΡ
- undeniably
-
-
- undeniably
-
- undeniably
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.