Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
II. écolo [ekɔlo] ΕΠΊΘ οικ
écolo → écologique
I. écologiste [ekɔlɔʒist] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. écologiste (ami de la nature, spécialiste de l'écologie):
2. écologiste ΠΟΛΙΤ:
II. écologiste [ekɔlɔʒist] ΕΠΊΘ
écologique [ekɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- écologique catastrophe, solution
-
- écologique société
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.