Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. supplicant [βρετ ˈsʌplɪkənt, αμερικ ˈsəplək(ə)nt], suppliant [ˈsʌplɪənt] τυπικ ΟΥΣ
-
- suppliant/-e αρσ/θηλ
II. supplicant [βρετ ˈsʌplɪkənt, αμερικ ˈsəplək(ə)nt], suppliant [ˈsʌplɪənt] τυπικ ΕΠΊΘ
- supplicant attitude
-
- supplicant person
- suppliant
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.