Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
spurious [βρετ ˈspjʊərɪəs, αμερικ ˈsp(j)ʊriəs] ΕΠΊΘ μειωτ
- spurious argument, notion, allegation, claim
-
- spurious excuse
-
- spurious sentiment
-
- spurious glamour, appeal
-
-
- spurious
στο λεξικό PONS
spurious [ˈspjʊərɪəs, αμερικ ˈspjʊrɪ-] ΕΠΊΘ
- spurious
-
spurious [ˈspjʊr·i·əs] ΕΠΊΘ
- spurious
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.