I. sparky [βρετ ˈspɑːki, αμερικ ˈspɑrki] ΟΥΣ οικ βρετ (electrician)
- sparky
-
II. sparky [βρετ ˈspɑːki, αμερικ ˈspɑrki] ΕΠΊΘ
sparky person, performance, humour:
- sparky
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.