sensually [βρετ ˈsɛnʃʊəli, αμερικ ˈsɛn(t)ʃ(u)əli] ΕΠΊΡΡ
- sensually speak, laugh, move, dance
-
- sensually evocative, exciting
-
-
- sensually
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.