reconcilable [βρετ ˈrɛk(ə)nsʌɪləbl, ˌrɛk(ə)nˈsʌɪləbl, αμερικ ˌrɛkənˈsaɪləb(ə)l] ΕΠΊΘ
- reconcilable differences
-
- reconcilable views
- compatible (with avec)
- conciliable opinions, théories
- reconcilable (avec with)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.